- παραινετήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. διαιρε-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραινετῆρα — παραινετήρ encourager masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)